- τοιχογραφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που σχετίζεται με την τοιχογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοιχογραφία 2. αυτός που γίνεται με τοιχογράφηση («τοιχογραφική διακόσμηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… … Dictionary of Greek